- αρτιγένεθλος
- ἀρτιγένεθλος, -ον (Α)ο νεογέννητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι-* + αρχ. γενέθλη «γέννηση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτιγένεθλος — just born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγένεθλον — ἀρτιγένεθλος just born masc/fem acc sg ἀρτιγένεθλος just born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγενέθλους — ἀρτιγένεθλος just born masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek